Η ανάδυση της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό στερέωμα.
Μέσα στην συνθήκη της κρίσης, όπου η επίθεση στα εισοδήματα της εργασίας, αλλά και στους όρους επιβίωσης και αναπαραγωγής των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων αποτελεί την βασική στρατηγική το κεφαλαίου, για να ανασυγκροτήσει την κερδοφορία του και να ενισχύσει την ηγεμονία του, η προώθηση της διαίρεσης και του διαχωρισμού των από κάτω μπορεί να διευρυνθεί στο βαθμό που ένας γενικευμένος πόλεμος όλων εναντίων όλων και η ένταση της ενδοταξικής βίας να φτάσει σε επίπεδα που να αδρανοποιεί την ταξική αντιπαράθεση και να αναιρεί τις όποιες κινηματικές διαδικασίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κίνηση προς την κοινωνική χειραφέτηση από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση του κεφαλαίου.
Από τον «κοινωνικό αυτοματισμό» της μιας κοινωνικής ή επαγγελματικής κατηγορίας απέναντι στην άλλη που με τόση επιτυχία εφαρμόστηκε από την εποχής της «ευδαιμονίας» της ισχυρής Ελλάδας, του Σημίτη, μέχρι τα σημερινά φαινόμενα του επίσημου κρατικού ρατσισμού, της ανόδου της φασιστικής επιρροής σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Πριν από 2 χρόνια όταν μπήκαμε ουσιαστικά στον κοινωνικό- οικονομικό- πολιτικό επιταχυντή της κρίσης κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή θα γινότανε κοινοβουλευτικό κόμμα και μάλιστα πλέον να καταγράφεται ως 3η δύναμη στις δημοσκοπήσεις.
Τι προηγήθηκε όμως της ανόδου του φασιστικού ρεύματος στο επίσημο πολιτικό στερέωμα;
Είναι η κίνηση κομματιών της κοινωνίας που προλεταροποιούνται και φτωχοποιούνται βίαια, και νιώθουν να χάνουν κάτω από τα πόδια τους το έδαφος της γκλαμουριἀς και του λάιφ στάιλ, της κατανάλωσης και του άκρατου ατομικισμού, χωρίς καμία συλλογική κοινωνική συγκρότηση, πέρα από τον γενικευμένο σταρχιδισμό και την υπέρτατη λατρεία της «πάρτης μου», πάνω στο οποίο τεχνηέντως (όχι με πολύ δυσκολία είναι αλήθεια) διολίσθαιναν με την αμέριστη ενθάρρυνση όλων των ιδεολογικών μηχανισμών του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού, προς την υιοθέτηση της ιδεολογία της μισαλλοδοξίας, του μισανθρωπισμού. Είναι η εύκολη λύση που προσφέρουν οι φασίστες σ’ αυτά τα στρώματα να πατήσουν στο λαιμό εκείνους που είναι ακόμα πιο καταφρονεμένοι παρά να σηκώσουν το ανάστημα τους σ’ αυτούς που τους καταστρέφουν τις ζωές. Είναι η θρασυδειλία του «τσάμπα μάγκα» με τις πλάτες των μπάτσων και τη δικαστική ασυλία μαζί με την ψευδαίσθηση ότι έτσι μπορούν να ξαναβρούν την χαμένη αυτοπεποίθηση τους, που τους την κουρέλιασε το αφεντικό που τους απέλυσε, ο πολιτικός που αθέτησε τις υποσχέσεις του, το «σάπιο σύστημα» που αναίρεσε την αυτοεκπλήρωση τους μέσω της διαρκής κατανάλωσης, γενικά όλοι εκείνοι που αισθάνεται ότι πρόδωσαν την ανώδυνη και ανέξοδή πλαστική ευδαιμονία που του τάξανε.
Είναι η υιοθέτηση ολόκληρης της ρατσιστικής ατζέντας από το επίσημο αστικό πολιτικό κατεστημένο, στην προσπάθεια του να βγάλει από το κάδρο της λαϊκής δυσαρέσκειας τον εαυτό του και τις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές που οδηγούν στην κοινωνική κατάρρευση, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα αυτής της κατάρρευσης ως τα αίτια της. Είναι η εμπέδωση μέσω της επίσημης προπαγάνδας των μίντια και η «φυσικοποίηση» της αποδοχής μιας υπό- ανθρώπινης κατάστασης ύπαρξης των μεταναστών (προς το παρόν γιατί αύριο αυτή η υπό- ανθρώπινη κατάσταση μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί στους τσιγγάνους, στους άστεγους, στους τοξικοεξαρτημένους, στους νοητικά ασθενείς, τους ανάπηρους, τους άνεργους κλπ) με «φυσικούς χώρους» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα κάτεργα της αναγκαστικής εργασίας, τις σύγχρονές μορφές μαζικής εξόντωσης όσων περισσεύουν.
Είναι η ανάδυση νέων υλικών συμφερόντων και σχέσεων εξάρτησης και ταύτισης που συγκροτούνται γύρω από μορφές εγκληματικής οικονομίας και της διαπλοκής τους με τους φασιστικούς κύκλους, που έρχονται να αντικαταστήσουν τις παλαιού τύπου συγκροτήσεις των κοινωνικών συναινέσεων μέσων των διευρυμένων πελατειακών σχέσεων και των ψηγμάτων, του κατ’ ουσία ανύπαρκτού κοινωνικού κράτους. Είναι η συγκρότηση της Χ.Α. με την μορφή ενός πολιτικό- οικονομικού- εγκληματικού πλέγματος που από την μια διαπλέκεται με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, προσφέρει προστασία με το αζημίωτο, και χτίζει έναν κομματικό έμμισθο στρατό τραμπούκων.
Είναι ότι μέσα από την ανάσυρση του φασιστικού κινδύνου και την αξιοποίηση των ιδεολογημάτων των «δύο άκρων» οι ιδεολογικοί απολογητές του καπιταλισμού προσπαθούν να απόνομιμοποιήσουν του κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες και την ριζική αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων και των πολιτικών τους εκφράσεων. Είναι η ελπίδα του πολιτικού συστήματος ότι ενισχύοντας την φασιστική βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής οργής θα μπορέσει να αποπροσανατολίσει την αγανάκτηση του κόσμου προς κατευθύνσεις ακίνδυνες για την εξουσία του κεφαλαίου, χωρίς όμως να χάσει τον έλεγχο του πολιτικού παιχνιδιού και βρεθεί και η ίδια στο ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και του εξιλαστήριου θύματος που αυτή την στιγμή επιφυλάσσει καταρχάς για τους μετανάστες, αλλά όχι μόνο.
Είναι η αμήχανη στάση της Αριστεράς αλλά και του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου μπροστά στην ριζική μεταμόρφωση της πραγματικότητας που συντελείται σε συνθήκες κρίσης. Μιας Αριστεράς που από την μια έκλεινε για χρόνια τα μάτια μπροστά στην ύπαρξη των φασιστών και της δολοφονικής τους δράσης, χωρίς καμία διάθεση να τους αντιμετωπίσει στο δρόμο και από την άλλη εξαντλούνταν σε μια αντιρατσιστική ρητορεία χωρίς όμως να προσπαθήσει ή να μπορέσει να συνδεθεί ουσιαστικά με τμήματα των ίδιων των μεταναστών.
Είναι ότι η αντιρατσιστική ρητορική έμενε σ’ ένα απλό διακηρυκτικό – ουμανιστικό επίπεδο, χωρίς η Αριστερά να αναλύσει τα ζητήματα που άνοιγε η βιοπολιτική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και των όρων διαβίωσης και εργασίας τους από την πολιτική εξουσία, χωρίς να προσπαθήσει να συγκροτήσει αξιόπιστές απαντήσεις και να δώσει με κινηματικό τρόπο χειροπιαστές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργεί ακριβώς αυτή η βιοπολιτική διαχείριση από την μεριά του κράτους, καταρχάς στους ίδιους τους μετανάστες και στην συνέχεια στις γειτονιές και τους κατοίκους τους που δέχονται το βάρος αυτής της διαχείρισης.
Είναι ότι τμήματα του ευρύτερου Αντικαπιταλιστικού χώρου αντιμετώπιζε (και αντιμετωπίζει) την ελληνική κοινωνία συλλήβδην ως μια δεξαμενή ρατσιστικού μίσους, μισαλλόδοξου εθνικισμού και καταναλωτικού ναρκισσισμού, χωρίς να μπορεί να διακρίνει (πολλές φορές χωρίς καν να μπαίνει στον κόπο) εκείνες τις ρωγμές που δημιουργούσαν στην κυρίαρχή ιδεολογία και το εθνικό φαντασιακό οι ίδιοι οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες και να εργαστεί προς την διεύρυνση τους.
Είναι που τα πιο μαχητικά αντιφασιστικά κομμάτια του Α/Α χώρου αντιμετώπισαν την αντιπαράθεση με τους φασίστες με βασικό κριτήριο την ένταση της βίας και όχι την διάχυση αυτής της αντιπαράθεσης σε ευρύτερα κομμάτια των αγωνιζόμενων και την απόκτηση πλατιών κοινωνικών ερεισμάτων.
Όλα όσα αναφέραμε παραπάνω είναι τα στοιχεία που συγκροτούν την συνθήκη της ανάδυσης της ναζιστικής άκρας δεξιάς στην Ελλάδα της κρίσης. Μια πολυσύνθετη κατάσταση η οποία δεν μπορεί να απαντηθεί με μονοσήμαντες αναγωγές και απλουστεύσεις.
Μεταναστευτικό: η πολυπλοκότητα πέρα από τις ιδεοληψίες.
Το μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί προνομιακό επίπεδο, στο οποίο μέσου του ρατσιστικού λόγου και ακτιβισμού οι ναζιστές της Χ.Α. προσπαθούν να συγκροτηθούν ως «αντισυστημική» πολιτική δύναμη. Ο μεγαλύτερος ουραγός προς την εμπέδωση του ρατσισμού σε πλατιά κοινωνικά κομμάτια είναι η αποδοχή από την μεριά του ελληνικού κράτους (με το αζημίωτο φυσικά) του ρόλου της αναχαίτισης των μεταναστευτικών ροών προς την Ε.Ε. και της δημιουργίας ενός ολόκληρου οικονομικού κλάδου γύρω από αυτόν τον ρόλο, ο οποίος έχει οδηγήσει στον εγκλωβισμό μέσα στην χώρα δεκάδων ίσως και εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων που μοναδικός τους στόχος είναι να μετακινηθούν προς την Δύση. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η σχεδόν μηδενική χορήγηση πολιτικού ή ανθρωπιστικού ασύλου τα τελευταία 10 περίπου χρόνια σε πρόσφυγες που προέρχονται από χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή που τα αυταρχικά καθεστώτα διώκουν τους πολιτικούς αντιπάλους, κοινωνικούς αγωνιστές, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, δεν σέβονται τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων κλπ.
Έτσι στα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως στην Αθήνα) και στις βασικές εξόδους προς την Ευρώπη (τα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας) εγκλωβίζονται μεγάλοι πληθυσμοί μεταναστών και προσφύγων χωρίς χαρτιά σε καθεστώς παρανομίας, αποκλεισμένοι από την δυνατότητα να βρουν εργασία και να εξασφαλίσουν τις στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης. Αναγκασμένοι να ζουν σε άθλιες συνθήκες για να καταφέρουν να επιβιώσουν, όταν δεν δουλεύουν σαν σκλάβοι στα χωράφια και τα θερμοκήπια της αγροτικής παραγωγής και τις βιοτεχνίες- φυλακές φασόν, πέφτουν στα πλοκάμια διάφορών μαφιών με ιεραρχικά διάρθρωση, όπου στην κορυφή βρίσκονται πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα του μαύρου χρήματος με διαπλοκές διασυνδέσεις και σε μεγάλο βαθμό ταυτίσεις συμφερόντων με το «επίσημο» ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα, την αστυνομία κλπ, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαρθρώνεται ιεραρχικά ανάμεσα και στους ίδιους τους μετανάστες .
Έτσι μια σειρά από «παρά- οικονομικές» δραστηριότητες με τζίρους μυθικά ποσά, όπως το εμπόριο ναρκωτικών, το λαθρεμπόριο τσιγάρων, την πορνεία, ακόμα και την διακίνηση των ίδιων των μεταναστών, τον έλεγχο των μικροπωλητών δημιουργεί σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης, εξάρτησης, αλλά και συσσωμάτωσης και ένταξης σε μια «παράλληλη» κοινωνία που οι ρόλοι μιας σκληρής εσωτερικής εξουσιαστικής ιεραρχίας δεν μπορούν να προσδιοριστούν απλά με φυλετικά χαρακτηριστικά αλλά διαπερνάνε εγκάρσια και το σώμα των μεταναστών αλλά και των ντόπιων που απαρτίζουν αυτά τα μορφώματα.
Ξεπερνώντας τις ιδεοληψίες της θυματοποίησης των μεταναστών εν γένει ξεδιπλώνεται μπροστά μας μια πραγματικότητα το ίδιο εκμεταλλευτική και κυριαρχική όσο αυτή των ντόπιών αφεντικών και εξουσιών απέναντι στους μετανάστες εργάτες. Είναι όμως οι μετανάστες (η μεγάλη τους πλειοψηφία χωρίς να ξεχνάμε την «ενδομεταναστευτική» εκμετάλλευση και εξουσία), στην πραγματικότητα ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αυτών των τεράστιών κλάδων «οικονομίας», στα πρόσωπα των οποίων, όλα αυτά τα κυκλώματα γίνονται ορατά στην κοινωνία. Είναι οι μετανάστες όπου βρίσκονται στα «σημεία τριβής» αυτών των κυκλωμάτων με τον κοινωνικό ιστό και είναι αυτοί που στοχοποιούνται ως το ίδιο το κύκλωμα, ενώ τα μεγάλα και τα μεσαία ντόπια κεφάλια παραμένουν αόρατα να απολαμβάνουν τα κέρδη τους. Παρόλα αυτά τα «σημεία τριβής» είναι υπαρκτά όπως και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούνται γύρω από αυτά. Το να καταγγέλλεις μόνο ότι πίσω από αυτά βρίσκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ντόπιοι οι οποίοι είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, ή τους κατοίκους που ζουν σ’ αυτά τα «σημεία τριβής» ότι είναι ρατσιστές γιατί αυτό είναι στο εθνικό τους dna, δεν βοηθάει κατά κανέναν τρόπο να ανατρέψεις την συγκεκριμένη συνθήκη διάρρηξης του κοινωνικού ιστού.
Ούτε το κράτος με τις επιχειρήσεις σκούπα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε φυσικά η Χ.Α. με τα ρατσιστικά πογκρόμ και την προπαγάνδα του μίσους δεν έχουν στόχο να εξαφανίσουν αυτά τα σημεία τριβής αφού προϋπόθεση για αυτό θα ήταν να στραφούν ενάντια σε όλο αυτό το κύκλωμα της συμπληρωματικής (και όχι παρά) οικονομίας, στο οποίο είναι συμμέτοχοι και από το οποίο αποσπούν μεγάλα κέρδη. Ο στόχος τους είναι η βιοπολιτική και επικοινωνιακή του διαχείριση μαζί την αύξηση των οικονομικών και πολιτικών τους κερδών:
Α) Η δημιουργία ενός «εσωτερικού εχθρού» απέναντι στον οποίο να στραφούν τα φτωχοποιημένα λαϊκά στρώματα και η υπό προλεταριοποίηση μικροαστική τάξη. Η μετατόπιση των ευθυνών για την αύξηση της ανεργίας, την μείωση των μισθών, την διάλυση του ΕΣΥ όχι στην προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει την κερδοφορία του αλλά στους μετανάστες.
Β) Ο διαχωρισμός, και η αντιπαλότητα ανάμεσα στην διευρυμένη και υποτιμημένη εργατική τάξη ώστε να μην μπορεί να ανασυνταχθεί ένα ισχυρό εργατικό κίνημα.
Γ) Ο εξαναγκασμός μέσω της παρανομοποίησης των μεταναστών να εργάζονται κάτω από το καθεστώς φόβου, διαρκούς επιτήρησης και απειλής της φυλάκισης και της απέλασης, και να αποδέχονται την εργασία στα σύγχρονα κάτεργα που από τα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας θα επεκτείνονται σε όλο και πιο πολλούς τομείς της οικονομίας.
Δ) Οι αφόρητές πιέσεις στους ντόπιούς εργάτες να αποδέχονται όρους εκμετάλλευσης παραπλήσιους με αυτούς των μεταναστών στα νέου τύπου εργασιακά κάτεργα για ντόπιους που θα λειτουργούν καθ’ όλα νόμιμα κάτω από το καθεστώς των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών .
Ε) Την διατήρηση ενός μεγάλου μέρους των μεταναστών, αλλά και το σπρώξιμο ενός μέρους των ντόπιων αποκλεισμένων από την επίσημη οικονομία, στην «συμπληρωματική» / εγκληματική οικονομία και την εξάρτηση τους από τις οργανωμένες μαφίες. Την ταύτιση των ατομικών ιδιαίτερων συμφερόντων τους με τα συμφέροντα της ίδιας της μαφίας και όχι των ευρύτερων λαϊκών και εργατικών στρωμάτων, τα οποία εξυπηρετούνται πλέον μέσα σ’ ένα αντικοινωνικό και κανιβαλικό πλαίσιο, οδηγώντας μ’ αυτό τον τρόπο στην γενίκευση του κοινωνικού κανιβαλισμού στην διάρρηξη των δυνατοτήτων ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης ως υποκείμενο αγώνα και την διεύρυνση μιας συνθήκης όπου οι από κάτω τρώνε τις σάρκες τους αντί να ανατρέψουν τους από πάνω.
ΣΤ) Την δημιουργία ενός τεράστιου πλέγματος οικονομικών συμφερόντων με υπόγειες διαδρομές και πολλαπλές εξαρτήσεις με ένα μεγάλο αποθεματικό το οποίο μπορεί να διοχετεύεται από την διαπλοκή και εξαγορά κρατικών λειτουργών και πολιτικών, δημιουργία ιδιωτικών στρατών, συγκρότηση «ιδιωτικού δικαίου» πελατειακών σχέσεων και ρουσφετιών μέχρι μορφές «κοινωνικής παρέμβασης» τύπου Χ.Α.
Θα λειτουργούσε παραμορφωτικά προς την πραγματικότητα εάν ισχυριζόμασταν, πως η συνθήκη που περιγράφεται παραπάνω αφορά όλους ή την μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών. Στην πραγματικότητα η σημαντική πλειοψηφία των μεταναστών που ζουν και εργάζονται σήμερα στην ελληνική κοινωνία δεν εντάσσεται σ’ αυτή μέσω των πλεγμάτων που περιγράψαμε παραπάνω. Πρόκειται για ανθρώπους που ζουν και εργάζονται πολλά χρόνια, πολλές φορές για δεκαετίες ολόκληρες στην Ελλάδα, με ένα μεγάλο κομμάτι πλέον να αποτελεί μετανάστες δεύτερης γενιάς που έχουν γεννηθεί σ’ αυτή την χώρα. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην συγκεκριμένη τάση που γίνεται όλο και πιο δυναμική μέσα στις συνθήκες της κρίσης, μ’ ένα μεγάλο τμήμα των μεταναστών που ήταν ενταγμένοι στην «κανονική» οικονομία να επιλέγει τον επαναπατρισμό του λόγω ανεργίας, ένα άλλο να ταυτίζεται σε ρατσιστικές προκαταλήψεις (που καμία φορά φτάνουν στην ενεργό ένταξη στα κατά τα άλλα φυλετικά τάγματα εφόδου της Χ.Α.) με τους γηγενείς. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι παρά τον μειοψηφικό χαρακτήρα της στο σώμα των μεταναστών η συγκεκριμένη συνθήκη που περιγράψαμε παραπάνω είναι αυτή γύρω από την οποία αρθρώνονται τόσο η επίσημη κρατική ρατσιστική πολιτική, όσο και η διεύρυνση του ακροατηρίου που ασπάζεται την ρατσιστική και φασιστική ιδεολογία αλλά και πρακτική της Χ.Α. Άρα δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας και να μην προσπαθήσουμε να εντάξουμε στην προβληματική και την ανάλυση μας τα παραπάνω στοιχεία. Στην αντίθετη περίπτωση απλά συμβάλουμε μέσω της τυφλότητας μας στην επικράτηση της νέας βαρβαρότητας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Από τα «σημεία τριβής» στους «τόπους συνάντησης»
Αποτελεί επιτακτική ανάγκη να συγκροτήσουμε μια στρατηγική η οποία να μπορεί να είναι ανταγωνιστική και να αντιπαρατεθεί στους βιοπολιτικούς χειρισμούς της καπιταλιστικής εξουσίας. Mέσα στην κοινωνική συνθήκη που περιγράψαμε προηγουμένως από την μια ο φασισμός θα διευρύνει συνεχώς τα ερείσματα του, ενώ οι δυνατότητες για μια χειραφετητική κοινωνική προοπτική θα εκμηδενίζονται μέσα στον κατακερματισμό και την αντιπαλότητα των κοινωνικών (και πολιτικών) δυνάμεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σ’ αυτή.
Πρέπει να βαδίσουμε ενάντια στην μορφές βιοπολιτικής διαχείρισης της μεταναστευτικής συνθήκης. Απέναντι στα «σημεία τριβής» πρέπει να αναδείξουμε «τόπους» συνάντησης, συνύπαρξης και συγκρότησης κοινών υλικών συμφερόντων και ανασύστασης του κοινωνικού ιστού των από κάτω ντόπιων και μεταναστών, με στρατηγικό στόχο να ανασυστηθούμε ως ένας νέος Λαός, πέρα από εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, έμφυλους διαχωρισμούς και ταυτότητες, ως ένας λαός που κατοικεί σ’ αυτό τον τόπο και δημιουργεί αυτόν τον νέο κόσμο για να ζήσει μια άλλη ζωή.
Μια γενικόλογη αντιρατσιστική ρητορική με ταξική εσάνς είναι προφανώς ανεπαρκέστατη, πιο καταστροφικό όμως θα ήταν το μη άγγιγμα του ζητήματος ή η μετατόπιση του οπτικής πάνω στο ζήτημα από πρόβλημα κρατικό- καπιταλιστικής διαχείρισης της μετανάστευσης, σε πρόβλημα της μετανάστευσης καθεαυτό, πράγμα που θα οδηγούσε σε μια συντηρητική πολιτική μετατόπιση πάνω στο ζήτημα και μ’ έναν τρόπο που θα ακύρωνε όλη την προηγούμενη κριτική μας.
Δεν πρέπει να σταματήσουμε να διεκδικούμε την δυνατότητα απεγκλωβισμού όσων μεταναστών ενδιαφέρονται να πάνε σε άλλους προορισμούς, να αρνηθούμε την μετατροπή της χώρας σε ανάχωμα τον μεταναστευτικών ροών προς την Δύση και να μην δεχτούμε την ανάπτυξη μιας μορφής οικονομίας (επισημής και «συμπληρωματικής») πάνω σ’ αυτόν τον ρόλο. Πρέπει να αντισταθούμε στην ουσιαστική κατάργηση της συνθήκης του πρόσφυγα, σε μια εποχή που οι συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή ξεριζώνουν χιλιάδες ανθρώπους και που η ανθρωπιστική κρίση αύριο μπορεί να μετατρέψει σε πρόσφυγές τους ίδιους τους έλληνες.
Δεν μπορούμε παρά να συγκρουστούμε με τις μορφές της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας και να προσπαθήσουμε να ακυρώσουμε την ύπαρξη των «σημείων τριβής» που δημιουργούνται εξαιτίας της ύπαρξης τους. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αντιγράφοντας λογικές περί «καθαρών πόλεων» κλπ, ούτε χωρίς να προσπαθήσουμε να κάνουμε ορατά τα συμφέροντα και τις διαπλοκές που υπάρχουν πίσω από αυτά τα «σημεία τριβής». Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την κατεύθυνση θα παίξει η συμβολή μας στην συγκρότηση εναλλακτικών στις προηγούμενες, μορφών επιβίωσης των μεταναστών, στα πλαίσια των «τόπων αλληλέγγυας συνύπαρξης» και άρα ουσιαστικής «ακύρωσης- απενεργοποίησης» των «σημείων τριβής» . Δηλαδή να προσπαθήσουμε να δώσουμε πειστικές και έμπρακτες απαντήσεις στα προβλήματα υποβάθμισης των συνολικότερων όρων της ζωής μας, μεταναστών και ντόπιων , περιλαμβάνοντας και τους ίδιους τους μετανάστες ως ενεργό παράγοντα σ’ αυτή την διαδικασία.
Όπου κυριαρχούν οι πιάτσες της πρέζας και όπου κάνουν κουμάντο οι νταβατζήδες δεν μπορούν να αναδυθούν ούτε οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης ούτε τα εγχειρήματα αλληλέγγυας / συνεργατικής οικονομίας, ούτε οι μορφές συνύπαρξης. Όπου οι μορφές εγκληματικής οικονομίας υπονομεύουν οποιαδήποτε δυνατότητα ανασύστασης του κοινωνικού ιστού, το αίτημα για ασφάλειά και δεσποτικό κράτος θα επανέρχεται χέρι χέρι μαζί με την μισαλλόδοξη και μισάνθρωπη ιδεολογία των φασιστών. Καμία κοινότητα υλικών συμφερόντων των από κάτω δεν μπορεί να συγκροτηθεί στο βαθμό που κάποιοι από τους από κάτω επιλέγουν να ταυτίσουν τα συμφέροντα τους με τις μαφίες (όπως οι απεργοσπάστες με τα αφεντικά τους, οι μισθοφόροι προλεταριακής καταγωγής με τους στρατηγούς κλπ), ή σωστότερα δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά σε ρήξη και σύγκρουση μαζί τους.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ίδιοι οι μετανάστες είναι ένα μεγάλο κοινωνικό δυναμικό το οποίο θα μπορούσε να έχει τεράστια συμβολή στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής προς μια χειραφετητική κατεύθυνση. Μπορούμε να φανταστούμε ότι εάν αυτό το δυναμικό περιθωριοποιείται συνεχώς ή με ένα «μαγικό» δηλαδή εφιαλτικό τρόπο εξαφανιστεί/ εξοντωθεί, τα αποτελέσματα θα ήταν το ίδιο καταστροφικά όσο είναι η διάλυση της αγροτικής παραγωγής κλπ.
Πρέπει να επιμείνουμε ότι οι μετανάστες μέσα από την ισότιμη κοινωνική τους ένταξη μπορούν να είναι παράγοντας κοινωνικής ευημερίας (όχι με την στενή καπιταλιστική της έννοια) πολλαπλασιάζοντας τις κοινωνικές ικανότητες και ταυτόχρονα την δυνατότητα για νέα απελευθερωτική κοινωνική δομή.
Αντίθετα με ότι ισχυρίζονται οι φασίστες και ο αστικός πολιτικός κόσμος μαζί με τα κανάλια, αν έφευγαν οι μετανάστες δεν θα μειωνόταν η ανεργία ούτε θα αναβαθμίζονταν οι κοινωνικές υποδομές ή οι λαϊκές γειτονίες. Αντίθετα, θα είχαμε μια ακόμα μεγαλύτερη ερημοποίηση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού, η ύφεση και μαζί της η ανεργία θα μεγάλωναν, το έλλειμμα θα αυξανότανε και μεγάλοι τομείς τις οικονομίας όπως είναι τώρα διαρθρωμένοι θα κατέρρεαν (αυτό δεν σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε την συνέχιση αυτής της κατάστασης…).
Στην πραγματικότητα ούτε οι φασίστες ούτε το κράτος έχουν στόχο να εξαλείψουν τους μετανάστες και την μετανάστευση, ο στόχος τους είναι να παραμένει και να ενταθεί η βιοπολιτική και επικοινωνιακή τους διαχείριση. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν μετανάστες φτιάχνοντας κάποια στρατόπεδα συγκέντρωσης χωρητικότητας το πολύ λίγων χιλιάδων , επαναπροωθώντας πίσω στις χώρες τους μερικές εκατοντάδες. Ούτε μπορούν να σταματήσουν ανθρώπους που ξέφυγαν από την φρίκη του πολέμου και τα βασανιστήρια δικτατορικών καθεστώτων, ο φράκτης στον Έβρο ή τα πογκρόμ των χρυσαυγιτών.
Με τη διατήρηση των μεταναστών σε μια κατάσταση άγριας εκμετάλλευσης, χωρίς καμία δυνατότητα διεκδίκησης, θέλουν να πετύχουν το καθεστώς παρανομοποίησης και ποινικοποίησης τους . Τον εύκολο χειρισμό τους τόσο στα πλαίσια της «επίσημης» όσο και της εγκληματικής «συμπληρωματικής» οικονομίας μέσα από την συνθήκη του φόβου και της διαρκούς επιτήρησης.
Η αυτοάμυνα των ίδιων των μεταναστών, των πολιτικών αντικαπιταλιστικών εγχειρημάτων, των κοινωνικών κινημάτων , αλλά και της αριστεράς κοινοβουλευτικής ή μη, απέναντι στην προσπάθεια να φασιστών να κυριαρχήσουν στους δρόμους, αλλά και να πλασάρουν για τον εαυτό τους την εικόνα των τρομακτικών και αήττητων «ταγμάτων εφόδου» είναι ένα κομβικό σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί η μέγιστή σοβαρότητα και προσοχή. Αντιγράφοντας την ρήση ενός ραβίνου θα προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε στο εξής:
«Αν δεν βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου ποίος θα το κάνει; Εάν το κάνω μόνο εγώ τότε τι είμαι; ΑΝ ΟΧΙ ΤΩΡΑ, ΤΟΤΕ ΠΟΤΕ;» (…αν όχι κάποιες, πώς;)
Ο δρόμος είναι ένα από τα βασικά πεδία άσκησης της αντισυστημικής πολιτικής, σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, ο ρόλος του αναβαθμίζεται. Είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί η οργή των λαϊκών στρωμάτων και να αποτελέσει εφαλτήριο απρόβλεπτων εξελίξεων, που θα ανατρέπουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις επιλογές της καπιταλιστικής τάξης και των πολιτικών της επιτελείων. Αν η αστική τάξη στηρίζει άρρητα αλλά πολλές φορές ρητά τους φασίστες της Χ.Α. (συνεργασία και επιχειρησιακή στήριξη από τις μονάδες καταστολής, δικαστική ασυλία και αρωγή από το δικαστικό σύστημα, υιοθέτηση και εφαρμογή της φασιστικής ατζέντας από το αστικό πολιτικό μπλοκ, προβολή και προώθηση των φασιστικών θέσεων από τα ΜΜΕ) αυτό δεν γίνεται καθόλου τυχαία. Είναι μια κίνηση που αποσκοπεί από την μια στον έλεγχο του δρόμου και την απενεργοποίηση του από πεδίο άρθρωσης της αντικαπιταλιστικής πολιτικής, των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων και διεκδικήσεων και ευρύτερων ριζοσπαστικών ζυμώσεων στην κοινωνία. Ενώ από την άλλη μέσω του ιδεολογήματος των δυο άκρων θα συμβάλει στην «απονομιμοποίηση» των λαϊκών συγκρουσιακών διαθέσεων και τον ασφυκτικό περιορισμό της Αριστεράς στο πεδίο της «νομιμότητας».
Τον δρόμο δεν μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε, ο δρόμος είναι απαραίτητος για την συγκρότηση του εδάφους των «τόπων συνάντησης». Όμως για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τον δρόμο δεν φτάνει μονάχα (όσο απαραίτητη και εάν είναι) η συγκρουσιακή μας διάθεση και διαθεσιμότητα. Απαιτείται μια συνολικότερη στρατηγική «ανακατάληψης» και οικειοποίησης, στην οποία πολλές φορές οι ασύμμετρες πρακτικές και τακτικές, ως προς την κρατική καταστολή, φασιστική βία και μαφιόζική ιδιοποίηση, μπορεί να παίζουν πιο καταλυτικό ρόλο από την άμεση και «κατά μέτωπο» συγκρουσιακή αντιπαράθεση. Η φαντασία, η δημιουργικότητα και η έμπνευση μπορεί να συγκροτήσουν μορφές Δύναμης που να απενεργοποιούν την βία σε μεγαλύτερο βαθμό από το να αντιπαραθέσουμε απλά μια συμμετρική μορφή βίας από την δικιά μας μεριά. Γιατί η δικιά μας δυνατότητα έγκειται στο να υπάρχουν τα κοινωνικά υποκείμενα στον δρόμο, προκαλώντας ασυμμετρίες και όχι στην αντιπαράθεση συμμετρικών «μηχανισμών» βίας, πεδίο στο οποίο μάλλον δύσκολα θα έχουμε την υπεροχή από τον πολύμορφο αντίπαλο μας. Η συγκρότηση των Ομάδων Λαϊκής Αυτοάμυνας είναι απαραίτητη, όχι ως ένας αυτονομημένος μηχανισμός, αλλά ως συμπληρωματική δομή που θα διασφαλίζει την περιφρούρηση όσων περιγράψαμε παραπάνω.
Ο ιδεολογικός αντιφασιστικός αγώνας δεν πρέπει να στοχεύει τόσο στην επίκληση της μνήμης από την θηριωδία του φασισμού (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια διαδικασία λήθης), όπως την βίωσαν οι λαοί στο μεσοπόλεμο και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά στην ανάδειξη της συμπληρωματικότητας του φασισμού, ως προς την βαθιά καπιταλιστική αναδόμηση που επιχειρείται μέσω της κρίσης. Να στοχεύει στην αποδόμηση του υποτιθέμενου αντισυστημικού της ρόλου (πόσους τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες έδειρες σήμερα χρυσαυγίτη;), να αναδεικνύει το πόσο βαθιά συστημική είναι η Χ.Α. (π.χ. πρόταση Χρυσής Αυγής για πρόσθετες φοροαπαλλαγές στους εφοπλιστές). Είναι αναγκαίο να καταρρίπτουμε συνεχώς τον μύθο της «αντισυστημικής» Χ.Α. και να αναδεικνύουμε την συμπληρωματικότητα της με το πιο βάρβαρο και άγρια εκμεταλλευτικό πρόσωπο του σύγχρονού καπιταλισμού. Ο φασισμός δεν είναι μια «παρεκτροπή» της αστικής δημοκρατίας , είναι η επιλογή του κεφαλαίου σε συνθήκες ολοκληρωτικής ταξικής επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Είτε καθολική με την συγκρότηση φασιστικών καθεστώτων, είτε συμπληρωματική με την ενίσχυση των φασιστικού βραχίονα καταστολής των ταξικών και κοινωνικών αγώνων και διαίρεσης των από κάτω.
Επειδή όμως ο φασισμός είναι μια ιδεολογία που πέρα από το «λογικό» και το «πολιτικό» χειρίζεται το θυμικό και το ένστικτό, ο ιδεολογικός αγώνας πρέπει να μεταφερθεί και στο πεδίο της «κουλτούρας». Από την μια μεριά η ανασύσταση της ιστορικότητας του αντιφασιστικού αγώνα και η ανάδειξη των ριζωμάτων του στην ιστορία του λαού αυτού του τόπου (είμαστε όλοι εδώ κομμουνιστών εγγόνια…) αλλά και η καλλιέργειας μια βαθιάς πολύ-επίπεδης αντιφασιστικής κουλτούρας που θα μπορεί να βρίσκει ερείσματα και δίαυλους επικοινωνίας με την νεολαία (αντιφά μουσικές μπάντες και συναυλίες, αντιφά κόμικς, και ταινίες, ταύτιση των φασιστών με τους ανεγκέφαλούς μισαλλόδοξους σε αντιπαράθεση με μια αντιφασιστική κουλτούρα δραστήρια, δημιουργική ευφυή, που θα εδράζεται στην πολυσυλλεκτικότητας της σύνθεσης της σημερινής μαθητικής νεολαίας).
Μέσα στην αμείλικτη πραγματικότητα που ζούμε δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε ούτε βήμα πίσω, έχουμε όμως την ικανότητα να βαδίσουμε τα σωστά βήματα προς τα μπρος;
ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ, η συστημική Χρυσή Αυγή να σαρωθεί απ’ τον πολύπλευρο αγώνα μας.
Κώστας Σβόλης