Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η Χρυσή Αυγή (ΧΑ) αποτελεί από τον Χειμώνα του 2011-2012 ένα από τα πρώτα μελήματα το πρωί και από τα τελευταία το βράδυ για κάθε πολίτη που κοιτάζει το συμφέρον του και διαβάζει εφημερίδα, αφού ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των άρθρων σε εφημερίδες, περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά, και στα μπλογκ καθώς και των συζητήσεων, είτε καφενείου, είτε ακαδημαϊκών, είτε ενδιάμεσων, καταλαμβάνεται από τις δράσεις, τις δηλώσεις και το εν γένει προφίλ των ηγετών και των οπαδών της. Παρ’ όλα αυτά, η ΧΑ απέχει από το να είναι ένα αποκλειστικά μηντιακό φαινόμενο, διότι τα έργα και ημέρες της στην κοινωνία της κρίσης και η συμβολή της στην αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων είναι ολοένα και πιο καταλυτικές τόσο στη χάραξη κρατικών πολιτικών και γενικής στρατηγικής όσο και στην υιοθέτηση πολιτικής ατζέντας από τα θεσμικά όργανα αλλά και την κοινωνία.
Δεν είναι μόνο η δημοσιογραφική κάλυψη της εντονότατης παρουσίας της στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα που αυξάνεται συνεχώς με όρους μηχανακίων της MRB, είναι και οι ποικίλες αναλύσεις, προερχόμενες από όλο το πολιτικό φάσμα, αριστερό και δεξιό, της προέλευσης, του παρελθόντος, του ρόλου και των πρακτικών των μελών της που πλέον την καθιστούν ένα απολύτως φυσιολογικό τμήμα της καθημερινότητάς μας. Η δυσφήμιση είναι πάντοτε απείρως προτιμότερη και προσφορότερη από την αποσιώπηση ή την αδιαφορία, οπότε και τα στελέχη της ΧΑ, όχι μόνο δεν προσπαθούν να αποκρύψουν τον λύκο (ωμή ρατσιστική βία και διακρίσεις κάθε είδους) κάτω από την προβιά (υποτιθέμενες υπερπροβεβλημένες «αγαθοεργίες»), αλλά αντίθετα κάθε τους πράξη συμβαδίζει με τα χολλυγουντιανής υφής και έμπνευσης πρωτόκολλα θεαματικότητας και απεύθυνσης στο πλέον αιμοδιψές ελληνικό κοινό που ξυπνά από τον λήθαργο του (δόγματος) σοκ και αναλαμβάνει επιθυμώντας –μέσω της ανάθεσης, για να μην ξεχνιόμαστε– την εκδίκηση για τα δεινά της μνημονιακής τριετίας.
Οι αιτίες εμφάνισης της ΧΑ έχουν επίσης αναλυθεί ad nauseam, ωστόσο το γιατρικό ίσως να εφευρεθεί πάλι κατόπιν εορτής, όταν το μέλλον θα είναι πια παρελθόν. Στην προσπάθεια αυτή, λοιπόν, εξέτασης του «φάκελου ΧΑ», θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε μία πεπατημένη μεθοδολογική προσέγγιση, αυτή των αιτιών του Αριστοτέλη, για να δώσουμε μία ουσία επιστημονικότητας στην αντιμετώπιση των νεοναζί, καθώς, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη, η γνώση των τεσσάρων αιτιών ενός πράγματος, οδηγεί στην επιστημονική, τελειότερή του γνώση. Ο κάτοχος αυτής θεωρείται μάλιστα σοφός. Τα τέσσερα αίτια είναι: το υλικό, το μορφικό, το ποιητικό και το τελικό.
Τα τρία πρώτα αίτια
Το υλικό αίτιο, το από τι είναι φτιαγμένη η ΧΑ είναι διεξοδικά αναλυμένο από ποικίλες δημοσιογραφικές «αποκαλύψεις». Πράκτορες της ΚΥΠ, μπράβοι της νύχτας, μαφιόζοι, φανατικά ανορθόγραφοι αρχαιολάγνοι, ορθόδοξοι –τώρα τελευταία– μισαλλόδοξοι και λούμπεν ατομικιστές –κυριολεκτικά– της δεκάρας αποτελούν τα τιμαλφή μέλη και τους επίδοξους στρατολόγους σε σχολεία, γυμναστήρια, σχολές πολεμικών τεχνών, άρτι συσταθείσες ομάδες εκπαίδευσης πολιτοφυλακών και άλλα ευαγή ιδρύματα. Δεν χρήζει συνεπώς περαιτέρω σχολιασμού.
Το μορφικό αίτιο έχει απασχολήσει επίσης πολλάκις τους ιστορικούς και τους πολιτικούς αναλυτές, καθώς η ΧΑ αποτελεί ένα ακραιφνώς ναζιστικό μόρφωμα στα γκεμπελικά πρότυπα του γερμανικού προγόνου τού μεσοπολέμου NSDAP – όχι όμως σε όλες τις κομβικές πολιτικές επιλογές, τουτέστιν στον σοσιαλισμό, σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε. Η βιβλιογραφία στην οποία παραπέμπουν καθώς και οι διακηρύξεις αναφορικά με τους στόχους και τη λειτουργία του κόμματος (ναι, είναι κόμμα) δηλώνουν ξεκάθαρα τη μορφή που έχει η συμμορία. Προσφάτως εντάχθηκε στην αντιμνημονιακή πτέρυγα της ελληνικής κομματικής παλέτας ως στοιχείο ταυτοτικό της εκλογικής της τακτικής, θέση που τείνει να απεμποληθεί, καθώς το βάρος όψιμα έπεσε στην αντιμεταναστευτική προπαγάνδα και δράση. Και αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον.
Το ποιητικό αίτιο έχει δύο σκέλη: το απλοϊκό και το εμβαθυμένο. Και στα δύο έχουν δοθεί επαρκείς απαντήσεις. Το απλοϊκό ορίζει ως γεννήτορα της μεγάλης επιρροής που έχει στις μάζες την κρίση, την φτώχεια, τη διαφθορά και κυρίως την πάγια έλλειψη μεταναστευτικής πολιτικής τόσο από το κράτος όσο και από την αριστερά, η οποία δεν κατανόησε έγκαιρα ότι η μη θέση είναι θέση και μάλιστα επικίνδυνη. Δύσκολη συζήτηση που δεν θα απασχολήσει αυτή την εισήγηση. Η εμβαθυμένη προσέγγιση περιλαμβάνει τόσο εντόπια χαρακτηριστικά του φαινομένου της διείσδυσης ρατσιστικών απόψεων σε ευρεία στρώματα όσο και τη εκλεκτική συγγένεια του ναζισμού και του φασισμού με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και τον φιλελεύθερο οικονομισμό ως πολιτιστικό πρόταγμα.
Ως αντίδωρο σε αυτές, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση του τελικού αιτίου, δηλαδή για ποιον λόγο η ΧΑ εμφανίστηκε τόσο δυναμικά από τις στάχτες του 0,4% και από περιθωριοποιημένο γραφικό απολίθωμα έγινε δυναμικός διεκδικητής των ερειπίων που αφήνει πίσω της η καθόλα συστημική κρίση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού παραδείγματος. Άλλωστε ο Αριστοτέλης θεωρούσε το τελικό αίτιο (το ου ένεκα) το πιο σημαντικό.
Προφανή τελικά αίτια
Ο «Ξένιος Ζεύς» και το πάγωμα του νόμου για την ιθαγένεια είναι μόνο δύο από τα παραδείγματα όπου οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις τρέχουν για να προλάβουν την εξαντλητικά προωθημένη ατζέντα της ΧΑ για το μεταναστευτικό ζήτημα. Είναι οφθαλμοφανές ότι τόσο ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ όσο και η προϊούσα ανεργία που έχει ενσκήψει στην Ευρώπη, καθιστούν τις μεταναστευτικές πολιτικές αυστηρότερες και πιο απάνθρωπες για τα υποκείμενα του φαινομένου. Ενδεχόμενη δε επέκταση και κλιμάκωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή θα επιφέρει νέα όξυνση του μεταναστευτικού ζητήματος απειλώντας με ανθρωπιστική κρίση σπάνια ακόμη και για τον πολυδάπανο σε αίμα 20ο αίωνα. Εξ ου προκύπτει και η ανάγκη οχύρωσης των ευρωπαϊκών χωρών από νέα κύματα μετανάστευσης αλλά και η τακτική δαιμονοποίησης των μεταναστών. Η ΧΑ, ως φέρουσα το άκρως πειστικό, αν και ψευδεπίγραφο, επίθετο «αντισυστημική» μπορεί εύκολα, άμα τη εμφανίσει της στο πολιτικό προσκήνιο να λειτουργήσει ως «λαγός» για το πολιτικό καθεστώς, το οποίο προβαίνει στην εφαρμογή των πιο ρατσιστικών και απάνθρωπων πολιτικών απέναντι στους μετανάστες και ταυτόχρονα υπολείπεται της δραστικότητας της πρωτοπόρου πάνω στο ζήτημα ΧΑ. Η ΧΑ, κοντολογίς, βάζει την ατζέντα και ταυτόχρονα τον πήχη της σκαιότητας τόσο ψηλά, που ακόμη και η διαπόμπευση οροθετικών γυναικών και οι συνεχείς «σκούπες» –εξ ου και ο χαρακτηρισμός «σκουπίδια» για τους μετανάστες– να προβάλλονται όχι μόνο ως εύλογες αντιμετωπίσεις του ζητήματος αλλά και ως η (αριστοτελική) μέση οδός ανάμεσα στα άκρα, από τη μία πλευρά του φασισμού και από την άλλη της «μεταναστολάγνας αριστεράς». Το αν οι πολιτικές που ακολουθούν τα υπουργεία καθώς και η προβολή τους από τα ΜΜΕ φαίνονται ακραία για τον οποιοδήποτε στοιχειώδους δημοκρατικής συνείδησης άνθρωπο, αυτό δεν ισχύει για μία κοινή γνώμη ταπεινωμένη και καθημαγμένη που αναζητά διακαώς τον αποδιοπομπαίο τράγο για να ξεσπάσει.
Επιπλέον, το δεύτερο τριγόνι από τον σμπάρο της διαπλοκής πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων με αυτών της ΧΑ, είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το μείζον για τους κατοίκους της χώρας ζήτημα της τρέχουσας υποβάθμισης της ζωής τους, στο πιο ελκυστικό και ίσως πιο εύκολα επιλύσιμο πρόβλημα της μετανάστευσης. Αφενός λοιπόν, αντί οι πολίτες να ασχολούνται με το πώς θα οργανώσουν τις δράσεις τους απέναντι στις κυβερνήσεις των μνημονίων που ξεπουλούν αργά αλλά σταθερά όλα τα δημόσια αγαθά και ωθούν τους πολίτες στην εξαθλίωση, το μέγιστο επίδικο των ημερών, τόσο αριστερά, όσο και δεξιά, έχει γίνει από τη μία πλευρά το κυνήγι μέχρι θανάτου των μεταναστών και από την άλλη πλευρά η προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εξ αντανακλάσεως, μέσα από τους μετανάστες, αργά ή γρήγορα θα αφορά όλους τους πολίτες της χώρας. Όταν η ρατσιστική βία πιάνει εξαπίνης μία ολόκληρη κοινωνία, τότε πλέον ίσως να είναι πολύ αργά για συζητήσεις και μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς. Η κυβέρνηση συνεχίζει το ανίερο έργο της, ενώ οι ενεργοί πολίτες αναλώνονται –σαφέστατα, δικαίως, δεν γίνεται αλλιώς– στο πώς θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο ΧΑ. Αφετέρου, ο ένοχος είναι εδώ: οι μετανάστες είναι υπεύθυνοι για την ανεργία αφού μας παίρνουν τις δουλειές, για την εγκληματικότητα –και ας είναι αγαστές οι σχέσεις της ΧΑ και της αστυνομίας με τις αλλοδαπές μαφίες, ψιλά γράμματα για τον μηντιοκρατούμενο Έλληνα–, για τη φτώχεια καθώς στέλνουν ζεστό ελληνικό χρήμα ως εμβάσματα στην πατρίδα τους –ξεχνούν μάλλον το ποσοστό ΑΕΠ της χώρας κατά τη δεκαετία του 60 που αποτελούσαν τα εμβάσματα από Γερμανία και ΗΠΑ– για τη μόλυνση και την υγειονομική ασφάλεια – δεν βλέπουν προφανώς τη διάλυση κάθε έννοιας δημόσιας υγείας από την προηγούμενη και τη νυν κυβέρνηση.
Ένα τρίτο τελικό αίτιο της για πολλούς απρόσμενης εμφάνισης της ΧΑ στα πράγματα, είναι η πρακτική θεμελίωση της θεωρίας της ευνομούμενης και ενάρετης πολιτείας η οποία αφήνει τα «άκρα» να επωαστούν στους κόλπους της ως δημοκρατικά ανεκτική αλλά και για να αυτοπροβληθεί ως η μόνη οδός και σωτηρία. Το αίτιο αυτό έχει πάλι δύο σκέλη. Από τη μία πλευρά λοιπόν η ΧΑ επαναδιαμορφώνει τα ήθη της υπνώσας κοινωνίας επί το βιαιότερο αλλά και το ατομικιστικότερο, καθώς νομιμοποιεί σιγά σιγά εντός της κοινωνίας την άσκηση βίας αλλά ακόμη και την απειλή της εφόσον δεν υποπίπτει στην αντίληψη του πανθορόντος κράτους, καθιστώντας ταυτόχρονα την αλληλεγγύη –προς τους μετανάστες για αρχή– επικίνδυνο χόμπυ. Με αυτόν τον τρόπο επιβάλλει την πειθάρχηση ή τη συμμόρφωση προς το αντιμεταναστευτικό τρεντ ώστε να εθίζονται τα κοινωνικά υποκείμενα είτε στον ατομικισμό της αδιαφορίας είτε στον φόβο της τιμωρίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι οι απεργίες και οποιαδήποτε διεκδίκηση δικαιωμάτων θεωρούνται από τη ΧΑ αριστερές παρεκβάσεις από την παραγωγική πορεία του έθνους, οι οποίες πρέπει να πατάσσονται. Και αν αυτή τη στιγμή η βία στρέφεται κατά κύριο λόγο στους μετανάστες, οσονούπω ο βιοπολιτικός σχεδιασμός του μακρού χεριού του κράτους θα περιλάβει και τους αγωνιστές. Από την άλλη πλευρά, η αναδυόμενη θεωρία των δύο άκρων έχει μονομερή και ξεκάθαρη στόχευση. Πέρα από την προβολή της μοναδικότητας της λύσης του γνωστού και χωρίς εξάρσεις κέντρου που με διάφορους συνδυασμούς κρατά τα ηνία της κυβέρνησης σε όλο το δυτικό ημισφαίριο, η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται» κλείνει το μάτι στους ναζιστές, καθώς ποινικοποιεί αμετάκλητα την όποια αντιβία προέρχεται είτε κατά την αυτοάμυνα (βλ. υπόθεση συλληφθέντων αντιφασιστικής μοτοπορείας) είτε κατά τη διεκδίκηση δικαιωμάτων (βλ. καταλήψεις, πορείες, συγκεντρώσεις). Η συναίνεση στο ότι μόνο το κράτος είναι ο εκφραστής της νόμιμης βίας (αδέλφια γαρ στον αισχύλειο Προμηθέα Δεσμώτη), οδηγεί σε ένα ακόμη ολοκληρωτικό μονοπώλιο, καθώς αυτή –μέσα από τη σύμπραξη της αστυνομίας, της δικαιοσύνης, των ΜΜΕ και της εκτελεστικής εξουσίας– διοχετεύεται κατά το δοκούν και με βάση τα συμφέροντα της «έννομης τάξης» με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το κράτος παρακράτησε – με διττό τρόπο.
Πιθανές τελικές αιτίες Ι – άμα λάχει
Ο κοινοβουλευτισμός πεθαίνει. Ζήτω ο επόμενος -ισμός. Υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη από τις μορφές και τον τρόπο ομιλίας των βουλευτών της ΧΑ; Υπάρχει καλύτερος τρόπος αποκαθήλωσης του σεπτού κοινοβουλίου στα μάτια του μέσου ανθρώπου, όταν σε αυτό εισέρχονται και από αυτό πληρώνονται αδρά βίαιοι εγκληματίες; Άλλο πράγμα είναι να γίνεται λόγος για διαπλεκόμενους και άλλο η απροκάλυπτη μαφία να κάθεται στα έδρανα και να ωρύεται με ακατάληπους φθόγγους. Ας δούμε όμως κάποια πιο απτά δεδομένα.
Σε μία εποχή πολυπρισματικής κρίσης όπου το διακύβευμα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον ακόμη δεν έχει γίνει απολύτως γνωστό και είναι επομένως ήκιστα κατανοητό, η μπίλια στη ρουλέτα του κατά Καστοριάδη καπιταλιστικού καζίνου δεν έχει ακόμη δείξει διάθεση να επιλέξει μαύρα ή κόκκινα. Η συστημική κρίση δεν έχει εντοπιστεί μόνο στα οικονομικά πεπραγμένα των τελευταίων τριάντα ετών νεοφιλελεύθερης χρηματιστηριακής παραγωγής αλλά και στο πολιτικό / πολιτειακό σύστημα, καθώς θεωρείται από πολλούς ότι η άγνοια των οικονομικών δεδομένων και των πολιτικών που έφεραν τις χώρες σε κρίση οφείλεται εν πολλοίς και στον πολιτικό πολιτισμό της ανάθεσης και της αντιπροσώπευσης. Οι έννοιες hedge funds, CDS, spreads και τα τοιαύτα όσο κι αν περιγράφουν τις διαδικασίες εισόδου των χωρών στην κρίση αλλά και εξόδου από αυτήν, παραμένουν άγνωστες για το μεγαλύτερο τμήμα των πληθυσμών. Η γνωσιακή απόσταση δημιουργήθηκε και εδραιώθηκε από τη λογική της ανάθεσης όλων των εξουσιών σε κόμματα που εντέλλονται να διαφυλάττουν τα συμφέροντα κλειστών ομάδων διαχείρισης του πλούτου των εθνών. Η μακραίωνη πορεία των κομμάτων τέτοιου τύπου, ίσως και της πολιτειακής οργάνωσης αυτού του ρυθμού, μοιάζει να βρίσκεται στα τελευταία της στάδια. Η Ισλανδία δείχνει έναν δρόμο σε επίπεδο κράτους.
Τα δομικά προβλήματα και τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος, τεχνητά ή μη, καλλιεργούν το έδαφος για μία παραδειγματική αλλαγή. Το αίτημα για άμεση δημοκρατία που πλανήθηκε πάνω από τον δυτικό κόσμο, όχι μόνο φάντασμα δεν είναι, αλλά μία υπαρκτή πραγματικότητα σε χιλιάδες αυτοοργανωμένα εγχειρήματα διαχείρισης πόρων, εργασίας, εκπαίδευσης ανά τον πλανήτη. Ταυτόχρονα με την παγκοσμιοποίηση, αναπτύσσεται η τοπικοποίηση ως παγκόσμια μορφή απάντησης στο πτωχευμένο διεθνοποιημένο ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. Βέβαια, όπως ακόμη και σήμερα υπάρχουν υπολείμματα φεουδαλισμού εντός του αστικού κράτους (βλ. Λιχτενστάιν, Μονακό, θεσμός της βασιλείας), έτσι και τα εγχειρήματα αυτά με διαφορετική πολιτειακή υποδομή μπορούν να συνυπάρχουν με τον καπιταλισμό – ενίοτε και αν τα στοιχειακά χαρακτηριστικά τους το επιτρέπουν με τις ευλογίες και τη χρηματοδότησή του. Αυτό πάλι δεν αναιρεί τη διάχυτη πλέον ανάγκη ξεπεράσματος της βασικής αιτίας της κρίσης. Εύλογα λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, σε αυτό το εικοτολογικό περιβάλλον που εξετάζει δυνατότητες, για το ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός ναζιστικού μορφώματος από το παρελθόν στο γκρέμισμα το παλιού, ιδίως εάν, σύμφωνα με την προηγούμενη επιχειρηματολογία, η ΧΑ εύλογα θεωρείται το μακρύ συμπληρωματικό επιχειρησιακό χέρι του νόμου.
Αν πράγματι υπάρχει επί χάρτου έστω και ως υπό όρους επιθυμητή μία πολιτειακή αλλαγή από τα πάνω, πρέπει αφενός να αρθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο τρέχον σύστημα και αφετέρου να σχεδιαστούν οι όροι λειτουργίας του επόμενου ώστε να είναι προσήκοντες στις οικονομικές ελίτ που χειρίστηκαν τα οικονομικά δεδομένα και δημιούργησαν τα χρέη των εθνών. Η ΧΑ σε αυτή την περίπτωση, στο ελληνικό περιβάλλον μπορεί, αν αναπτυχθεί και μεταλλαχτεί –είδαμε ότι αυτές οι λειτουργίες ανήκουν στο ρεπερτόριό της, καθώς από ναζιστική, λανσάρεται ως απλώς εθνικόφρων, και από παγανιστική και βέρα αντιιουδαϊκή προβάλλεται ως ορθόδοξη– να ικανοποιήσει και τις δύο αποστολές σχεδόν ταυτόχρονα. Η μία άλλωστε αποτελεί ήδη κυριαρχικό τμήμα της ρητορικής της.
Πράγματι, η ΧΑ εκφράζεται ωμά ενάντια στη δημοκρατία, δηλώνει απερίφραστα ότι αηδιάζει με την αναγκαιότητα της συμμετοχής της στο κοινοβούλιο –απλά το κάνει για να το ανατρέψει, πιστή στα δόγματα του πνευματικού καθοδηγητή Goebbels– και θεωρεί ότι όλα τα δεινά προέρχονται από τη διαπλοκή των πολιτικών. Δεν διευκρινίζει όμως σκόπιμα, με ποιον υπάρχει αυτή η διαπλοκή. Άλλωστε δεν δίστασε να υπερψηφίσει στη βουλή την πώληση του υγιούς και κερδοφόρου τμήματος της δημόσιας Αγροτικής Τράπεζας σε ιδιώτες, ενώ δεν έχει καταγγείλει ποτέ το παρασιτικό εφοπλιστικό και τραπεζικό κεφάλαιο της χώρας. Η κατ’ επίφαση αντιφατική αυτή στάση της ΧΑ έχει διαυγή εξήγηση. Το μόνο που μένει είναι να μπουν στη σειρά τα κομμάτια του παζλ.
Η διαφοροποίηση της τακτικής της από την αντίστοιχη του ναζιστικού κόμματος του μεσοπολέμου είναι πραγματικά εντυπωσιακή: παρότι οι εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας του 20 έβγαζαν πύρινους λόγους για τον γερμανό εργάτη που καταπιέζεται από τον κακό καπιταλιστή –Εβραίο, βέβαια, ας μην ξεχνίομαστε–, οι επίγονοί τους δεν αναφέρονται ποτέ στο ελληνικό κεφάλαιο, τα golden boys και τις «ξεπουλημένες αντεθνικές επιχειρήσεις» που μετέφεραν τον κύκλο εργασιών τους στα φθηνότερης εργατικής δύναμης Βαλκάνια. Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πόσοι από τους ψηφοφόρους της, ενώ θυμούνται την καθυστερημένη αλλά «έμπρακτη» αλληλεγγύη της στους απεργούς της Χαλυβουργίας, γνωρίζουν ότι στην αρχή της απεργίας τούς είχε καταγγείλει ως μπολσεβίκους εθνοπροδότες που σαμποτάρουν την παραγωγή της χώρας για να μην ξεφύγει η χώρα από την κρίση.
Επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρων θα ήταν ο έλεγχος της ΧΑ για την πλημμελή άσκηση των αντιμνημονιακών τους καθηκόντων, αφού, αν εξαιρέσουμε κάποιες κορώνες για δοσίλογους και εκτελέσεις, ούτε συμμετέχει σε αντιμνημονιακές δραστηριότητες –ακόμη και πατριωτικές, όπου πιθανόν δεν θα ήταν ανεπιθύμητη–, ούτε η ρητορική της αναστρέφεται με το κρίσιμο πρόβλημα της «υποδούλωσης της χώρας στους ξένους κατακτητές» –πεδίο δόξης λαμπρόν για εθνοσωτήρες, κι όμως το παραμελεί–, αλλά τυρβάζει πάντα περί το μεταναστευτικό αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη και δημιουργώντας συστηματικά εχθρούς που δεν υπάρχουν. Η ΧΑ δεν φαίνεται επομένως να προβληματίζεται ιδιαίτερα με τον καπιταλισμό, ούτε κονταροκτυπιέται, όπως έκανε το ναζιστικό κόμμα Γερμανίας, με τους κομμουνιστές για τα μάτια του εργάτη. Αντιθέτως, το εργατικό κίνημα θεωρείται εχθρικό, διότι, σύμφωνα με τη ρητορική της, αποτελεί σταθερή πηγή αναταραχών και παρεμπόδισης της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας του κράτους. Τότε όμως πάλι, γιατί στρέφεται ενάντια στον κοινοβουλευτισμό; Γιατί, ενώ χρηματοδοτείται φανερά και άδηλα από αυτόν, τον επιβουλεύεται; Τι οραματίζεται εν τέλει; Ολοκληρωτισμό χωρίς κοινοβουλευτισμό αλλά με καπιταλισμό; Όχι με σοσιαλισμό; Αν ναι, τότε η χώρα μοντέλο είναι η Κίνα. Κάποιοι μιλούν για κινεζοποίηση της χώρας. Τι μορφή θα έχει αυτή άραγε;
Αποφάσεις που λαμβάνονται από διευθυντήρια εκτός εμβέλειας, ίσως σε ξένη χώρα, και επιβάλλονται μέσα από τους ημεδαπούς τοποτηρητές, ανύπαρκτα πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά και στο τέλος ανθρώπινα δικαιώματα, ωμή βία απέναντι σε οποιαδήποτε αντίσταση ή απλή διεκδίκηση, απρόσκοπτη καπιταλιστικής μορφής παραγωγή με επίταση της εκμετάλλευσης, αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της δυστοπίας που πιθανόν να οραματίζονται κάποιοι από τους φανερούς (ΜΜΕ) ή κρυφούς (κυβέρνηση) εμπνευστές και υποστηρικτές του νεοναζιστικού μορφώματος. Και η άμεση δημοκρατία; Τα αυτοοργανωμένα κινήματα βάσης; Πού τοποθετούνται;
Εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός θέτει ως εκ των ων ουκ άνευ (λ.χ. ΜΚΟ), οι λειτουργίες αυτές μπορούν να συνεχιστούν και να διατρανωθούν ακόμη και υπό τη σκέπη του χειρότερου ολοκληρωτισμού, του συνολικού ολοκληρωτισμού. Οι διαδικτυακές ψηφοφορίες για ήσσονος σημασίας ζητήματα, οι ενώσεις καταναλωτών και παραγωγών με συγκεκριμένες προδιαγραφές νομιμότητας και μορφής και η απομόνωση από τον κοινωνικό και δημόσιο χώρο μπορούν να αποτελέσουν τα μορφώματα του νέου πολιτειακού και πολιτικού τρόπου έκφανσης των κοινωνικών σχέσεων. Αβάσιμες εικασίες; Απλή πιθανότητα; Όπερ έδει δείξαι.
Σε αυτό το περιβάλλον όμως χρειάζεται και μία de profundis επαναδιαπραγμάτευση του εθνικού, όπως έγινε άλλωστε και με το πέρασμα από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Προφανώς δεν υπάρχει καταλληλότερος για να πραγματοποιήσει αυτόν τον στόχο (ένταξη των λαών σε νέο παγκόσμιο πολιτικό περιβάλλον) από τους καθ’ ύλην αρμόδιους κατόχους του εθνικόμετρου. Δεν θα πρέπει να φαίνεται άγνωστη αυτή η πτυχή του ναζισμού, αν λάβουμε υπόψη την εγχώρια εμπειρία του εμφυλίου και των δεκαετιών που ακολούθησαν: οι δοσίλογοι ταγματασφαλίτες έγιναν θεματοφύλακες των εθνικών ιερών, ενώ οι πατριώτες κομμουνιστές καταδικάστηκαν ως εθνοπροδότες. Η δε «υπερπατριωτική» χούντα δεν είχε κανένα πρόβλημα κατά τη δύση της να συμβάλει τα δέοντα στο αιματοκύλισμα της Κύπρου θυσιάζοντας ζωές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όπως άλλωστε αναφέρει και ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους, οι μεγαλύτεροι προδότες του ελληνικού λαού, διαχρονικά από την απελευθέρωση, υπήρξαν αυτοί που επεφύλασσαν μετά βδελυγμίας για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα του πατριωτικού λόγου. Γι’ αυτό εξάλλου, τώρα τελευταία διακρίνουμε την τάση της αριστεράς –κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ πάντα ήταν επίμονα και με άστοχο τρόπο πατριωτικό– να διεκδικεί ψιχία από το πατριωτικό τραπέζι με δεκάρικους υπέρ της πατρίδας και του έθνους. Όχι τίποτε άλλο, απλά πλειοδοτώντας στον πατριωτισμό και στην νομιμότητα σώζεται ο κοινοβουλευτισμός και ίσως η επόμενη κυβέρνηση να είναι αντιμνημονιακή, φιλολαϊκή και αριστερή.
Πιθανές τελικές αιτίες ΙΙ – άμα δεν λάχει
Ο κοινοβουλευτισμός πεθαίνει. Ζήτω ο κοινοβουλευτισμός. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πίστευαν στα αντισώματα του κοινοβουλευτισμού, ότι δηλαδή μόλις ένα κόμμα γίνει κοινοβουλευτικό, τότε αδρανοποιείται επιχειρησιακά, εξωραΐζει τη ρητορική του και αποκτά τη συνηθισμένη αστική λεπτότητα που συναντούμε συχνά στη Βουλή των Εφήβων. Αφού ολόκληρο ΚΚΕ, με ιστορία ενός αιώνα και με καταστατικό που μιλάει για επανάσταση των εργατών και δικτατορία του προλεταριάτου, δεν έχει ένοπλη πτέρυγα και χαριεντίζεται στη βουλή διαφωνώντας με τα διάφορα νομοσχέδια, αλλά πάντα τα καταψηφίζει με την παρουσία του, ήταν ευλογοφανής αναμονή πολλών η αποδυνάμωση της ΧΑ λόγω του ευπρεπισμού που επιβάλλει ο χώρος, λόγω των παχυλών «αποζημιώσεων» –πόθεν η έννοια «βουλευτική αποζημίωση», παρεμπιπτόντως;–, η απάλυνση των τόνων της ακόμη και η εγκατάλλειψη του στρατιωτικού της σκέλους και ο καταποντισμός των ποσοστών της λόγω της έκθεσής τους στο φιλοθεάμον κοινό. Τίποτε από αυτά δεν συνέβει. Το αντίθετο μάλιστα.
Όσο η ΧΑ σκληραίνει το ύφος και κλιμακώνει τις θρασύδειλες επιχειρήσεις της εναντίον ανυπεράσπιστων ανθρώπων, τόσο η αποδοχή της αυξάνει στην κοινωνία με απότοκο όχι μόνο να αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά θέματα των καθημερινών ειδήσεων, αλλά και να επιβάλλει με ιδιαίτερη ευκολία τους σχεδιασμούς της. Σε κάθε της δήλωση σπεύδουν να απαντήσουν σύσσωμοι όλοι οι πολιτικοί φορείς του τόπου, από τα κόμματα της αριστεράς μέχρι την κυβέρνηση και από τους μπλόγκερς μέχρι τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, αυξάνοντας εκθετικά τα click και τα like στις ιστοσελίδες που γράφουν τα νέα της. Αν κάθε τι που λέει η ΧΑ, –ηλιθιότητα ή κοινοτοπία, αδιάφορο– έχει μία συγκεκριμένη αναγνωσιμότητα και διείσδυση, μέσα από τη διαδικασία απάντησης, διάψευσης, κατηγορίας της, οι θέσεις της διαχέονται περισσότερο και μονιμότερα. Ποτέ ένα κόμμα –ίσως με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ το 80– δεν ήταν τόσο στη μόδα.
Φυσικά κανείς δεν θα μπορούσε να προτείνει να αποφεύγονται οι απαντήσεις και μάλιστα σε φλέγοντα θέματα όπως αυτό της μετανάστευσης. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος απάντησης. Αν όντως καταρρέει ο κοινοβουλευτισμός, η ΧΑ θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ανάχωμα του τωρινού συστήματος απέναντι στην ενδελεχή και γόνιμη αμφισβήτησή του. Η παρουσία, οι πράξεις, το ιδεολογικό υπόβαθρο και κυρίως οι δηλώσεις και οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις καλλιεργούν ένα πρωτοφανές κλίμα συσπείρωσης γύρω από την κοινοβουλευτική και συνεπώς αστική και συνεπώς φιλελεύθερη νομιμότητα. Από τα άκρα δεξιά κόμματα (ΛάΟΣ) και τον ναζιστή Πλεύρη μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι πρακτικές της ΧΑ καταδικάζονται ως μη συνάδουσες με τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της χώρας, ασχέτως εάν υποθάλπτονται εν κρυπτώ από τη δικαιοσύνη, την ευυπόληπτη αστυνομία και τα έκπληκτα ΜΜΕ που σαστίζουν μπροστά στο φαινόμενο αλλά για λόγους δημοκρατικής ισοτιμίας προβάλλουν αφειδώς ακόμη και λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής των ναζιστών. Η φυσιολογικοποίηση είναι αυτή που μετρά, αλλά και κρίνεται αμιγώς επικίνδυνη.
Επιπλέον, η ευρέως διαδεδομένη λύση της κήρυξης της ΧΑ εκτός νόμου, η οποία υποστηρίζεται από τους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες, έχει μία τριπλή επιβαρυντική λειτουργία, δυστυχώς όμως δυσανάγνωστη ακόμη και για τα ηγετικά στελέχη της αριστεράς. Κατά πρώτον, ενδεχόμενη ποινικοποίηση της ύπαρξης της ΧΑ πιθανόν να την ηρωοποιήσει στα μάτια του κόσμου ή τουλάχιστον να επικυρώσει εμφατικά τον αντισυστημικό χαρακτήρα τον οποίο ακκίζεται πως έχει. Εξουδετερώνεται ούσα πράγματι προστάτης και συνοδοιπόρος του λαού σε μία εποχή μνημονίων που όλες οι κυβερνήσεις έχουν στραφεί εναντίον του, ανεξάρτητα εάν είναι ο ίδιος μαζοχιστής λαός που τις εκλέγει. Κατά δεύτερον, αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι η ΧΑ δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοια. Και δεν αναφερόμαστε σε αυτό το σημείο στη στρατιωτική αναμέτρηση με τις συμμορίες της –αυτό είναι αντικείμενο άλλης συζήτησης, εξίσου ουσιώδους–, αλλά στο επίπεδο των επιχειρημάτων και του δημοκρατικά τελούμενου διαλόγου. Η βίαιη μέσω του νόμου και της καταστολής αποσιώπησή της πιθανόν να προσδώσει μεσσιανικό χαρακτήρα στην «αλήθεια» την οποία εκπροσωπεί αφού στο επίπεδο της λεκτικής αντιπαράθεσης ήταν κερδισμένη, και γι’ αυτόν τον λόγο χρειάστηκε η συμβολή της έξωθεν μη πολιτικής, νομικής, παρέμβασης για να σωπάσει. Ας μη γίνει καν λόγος για το τι σημαίνει για την ανεκτικότητα της αστικής δημοκρατίας όταν η ψήφος 440.000 ανθρώπων θεωρείται παράνομη. Το επιχείρημα «δεν γνώριζαν» απλούστατα είναι αφελές και υποτιμητικό για τον ίδιο τον λαό, τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας καθώς και της δικαστικής εξουσίας η οποία έδωσε την έγκρισή της να συμμετέχει στις εκλογές. Κατά τρίτον και σπουδαιότερο, οδηγεί μοιραία στην υιοθέτηση της λογικής της ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως τη μόνη δυνατή διέξοδο από το πρόβλημα που θέτει στην κοινωνία η ακατάσχετη βία των άκρων.
Σε αυτή την περίπτωση, βλέπουμε μία φοβική αριστερά ανίκανη να αρθρώσει έναν αντισυστημικό λόγο, πράγμα το οποίο η ΧΑ κάνει, βεβαίως προσχηματικά και επικοινωνιακά: όχι, δεν είναι τα πρόσωπα που φταίνε, αν και έχουν ξεκάθαρες ευθύνες απέναντι στην κοινωνία, αλλά το σύστημα το οποίο πλαισιώνουν, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ με αμέριστη γενόσημη αστική νομιμοφροσύνη σηκώνει το γάντι περί άκρων και διαγκωνίζεται για να πείσει τους πολίτες ότι είναι ένα ακόμη καλό παιδί του κοινοβουλευτισμού που ορκίζεται στην έννομη τάξη όπως αυτή έχει τώρα ενώ το ΚΚΕ, κόμμα απόκομμα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, ψελίζει ακόμη για εργατική πάλη που δεν ανέχεται φασίστες στους κόλπους της, λες και προσπάθησε η ΧΑ να αποκτήσει επιρροή στα συνδικάτα.
Αντί λοιπόν, η αριστερά να προβάλει μέσα από την κρίση μία εμπεριστατωμένη κριτική στο υπάρχον και να παράσχει μία ευκρινή εικόνα του πως οραματίζεται την καλύτερη κοινωνία, εκτός καπιταλισμού και εκτός κοινοβουλευτισμού, δυστυχώς αναλώνεται στην υπενθύμιση των κοινοβουλευτικών και φιλελεύθερων ειωθότων, ενισχύοντας τόσο τη ΧΑ η οποία διαφαίνεται ως η μοναδική λύση-αντιπρόταση στο διεφθαρμένο σύστημα, έστω κι αν δεν είναι σε θέση να το εκφράσει, όσο και τον κοινοβουλευτισμό, αφού εγκαθιδρύεται πλέον αδιαφιλονίκητα ως ο μοναδικός θεματοφύλακας απέναντι στην ανεξέλεγκτη βία και την αυθαιρεσία των ναζιστικών απολιθωμάτων. Ο κοινοβουλευτισμός λοιπόν οφείλει πολλά στη ΧΑ, διότι με την παρουσία, τον λόγο και τη δράση της φοβίζει, δείχνει τον κίνδυνο έξω από την αγκάλη του γνωστού –διεφθαρμένου και άδικου μεν, σταθερού και προβλέψιμου δε– πολιτικού συστήματος όπως το γνωρίσαμε από τότε που γεννηθήκαμε και καταστρατηγεί εν τη γενέσει του το όποιο όραμα επανάστασης και κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης μπορεί να προκύψει ως υλοποιήσιμη πρόταση από τον χώρο της αριστεράς και οδηγεί αναπόφευκτα στην αποπολιτικοποίηση του φιλόξενου κέντρου.
Σύντομα συμπεράσματα
Εδώ λοιπόν έγκειται η πολλαπλή χρηστικότητα της ΧΑ, η οποία αποτελεί λύση για κάθε πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει, πράγμα που επεξηγεί επαρκώς τα τελικά αίτια προβολής της ως κεντρικό πολιτικό γεγονός. Σε μία εποχή που πολλές σταθερές καταρρέουν παταγωδώς, η επανεμφάνιση του ναζισμού –με κάποια διαφορετικά αλλά κρίσιμα χαρακτηριστικά– δεν υποδηλώνει μόνο το καθεστώς κοινωνικού αναβρασμού ευεπίφορου σε κάθε ακραία και σκοτεινή θεωρία και σε πράξεις βίας, αλλά και τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του ανάλογα με τις περιστάσεις και τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Σε περίπτωση ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας (χονδρικά λεγόμενο) προς τα αριστερά, αποτελεί εμφανές στήριγμα του κοινοβουλευτισμού ώστε να τρομοκρατήσει και να καθυποτάξει οποιαδήποτε ενεργητική βούληση εξόδου ταυτόχρονα από την κρίση και το σύστημα. Σε περίπτωση όμως επιβολής νέων πολιτικών και πολιτειακών δεδομένων, μπορεί να λειτουργήσει ως τριτεγγυητής της τροχοδρόμησης της κοινωνίας προς τον ολοκληρωτισμό, έναν νέο ολοκληρωτισμό που αφορά πλέον την παγκόσμια κοινωνία, και ως σιγαστήρας αντιστάσεων και φωνών κοινωνικής απελευθέρωσης.
Σε αυτό το συγκείμενο, ο ρόλος των κινηματικών ανθρώπων που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης και της αυτονομίας της κοινωνίας θα πρέπει να αναδεικνύουν ταυτόχρονα τόσο τον ρόλο της ΧΑ ως στηλοβάτη του συστήματος, όσο και την παθογένεια του κοινοβουλευτισμού και του οικονομικού φιλελευθερισμού, ως γονέων του φαινομένου ΧΑ, και να μην κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω στη διεκδίκηση των οραμάτων τους. Οι τακτικές συμμαχίας άλλωστε με τον διάολο έχουν αποτύχει πάντα.
Χαράλαμπος Μαγουλάς